- ἀκολάστασμα
- ἀκολᾰσ-τασμα, τό,A = ἀκολάστημα, restored by Dobree in Ar.Lys.398 (ἀκόλαστ' ᾅσματα codd.); ἀκολαστάσματα is prob.l. for -άματα in Anaxandr.73, Alciphr. 1.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκολαστάσματα — ἀκολάστασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)